ῥοπῇς

ῥοπῇς
ῥοπή
turn of the scale
fem dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥοπῆς — ῥοπή turn of the scale fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • Στερν, Όττο — (Stern). Γερμανός φυσικός (Σοχράου 1888 Μπέρκλεϊ, Καλιφόρνια, 1969) που τιμήθηκε με το Νόμπελ της Φυσικής (1943). Διετέλεσε καθηγητής της θεωρητικής φυσικής στα πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης (1914 1921), του Ροστόκ (1921 22) και του Αμβούργου. Το …   Dictionary of Greek

  • γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… …   Dictionary of Greek

  • μετατροπέας — Όρος που υποδηλώνει, είτε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να μεταβάλλει τα φυσικά ή χημικά χαρακτηριστικά μιας ουσίας, είτε μια μηχανή προορισμένη να μεταβάλλει τη συχνότητα ενός εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος. Στον πρώτο τύπο ανήκουν οι… …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητόνη — Στοιχειώδης μονάδα μαγνητικής ροπής (ποσότητα – κβάντο – στοιχειώδης μαγνητική ροπή) που χρησιμοποιείται στα προβλήματα της ατομικής, πυρηνικής και μοριακής φυσικής. Διακρίνεται η μ. του Μπορ, ιδιότητα του ηλεκτρονίου, της οποίας η τιμή δίνεται… …   Dictionary of Greek

  • времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”